- Ἀρκαδικαί
- ἈρκαδικόςArcadianfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεληνίς — ίδος, ἡ, Α. [σελήνη] (κατά τον Ησύχ.) «προσεληνίδες αἱ Ἀρκαδικαὶ νύμφαι» … Dictionary of Greek